ACRONYCHA Stella — Graece ἀκρόνυχος, dicitur quae ἀκρονυχῶς oritut, seu vespertinum ortum facie, haberque Solem adversum in contraria parte occidentem. Quamvis einim ακρονυχίαν Graeci recentiores de utroque nectis rempore acceperint, tam matutino, quam vespertino;… … Hofmann J. Lexicon universale
εσχατιά — η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [έσχατος] το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν τού χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.) αρχ. 1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς»,… … Dictionary of Greek
τροπή — η, ΝΜΑ 1. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή 2. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση 3. ηλιοστάσιο 4. μεταστροφή, αλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. μεταβολή ενός φθόγγου σε άλλον («τροπή τού α σε η») 2. μαθημ. μετατροπή μιας μετρικής μονάδας σε άλλην («τροπή… … Dictionary of Greek
Βαν ντερ Νέερ, Άερτ — (Aert Van der Νeer, περ. 1603–1677). Ολλανδός ζωγράφος. Διακρίθηκε ως τοπιογράφος. Ιδιαίτερα ζωγράφισε ανατολές και δύσεις ηλίου, σεληνόφωτα και ανταύγειες του χιονιού … Dictionary of Greek